- χύτρα
- η горшок; кастрюля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χύτρα — χύτρᾱ , χύτρα earthen pot fem nom/voc/acc dual χύτρᾱ , χύτρα earthen pot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρᾳ — χύτραι , χύτρα earthen pot fem nom/voc pl χύτρᾱͅ , χύτρα earthen pot fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… … Dictionary of Greek
χύτρα — η πήλινο ή μετάλλινο μαγειρικό σκεύος, τσουκάλι, τέντζερης: Βράζει το κοτόπουλο στη χύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. — ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. См. При пиве, при бражке много братьев … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χύτρας — χύτρᾱς , χύτρα earthen pot fem acc pl χύτρᾱς , χύτρα earthen pot fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτραι — χύτρα earthen pot fem nom/voc pl χύτρᾱͅ , χύτρα earthen pot fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτραν — χύτρᾱν , χύτρα earthen pot fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρέων — χύτρα earthen pot fem gen pl (epic ionic) χυτρεύς potter masc gen pl χυτρέω̆ν , χυτρεύς potter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρῶν — χύτρα earthen pot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτραις — χύτρα earthen pot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)